- βροτείων
- βρότειοςmortalfem gen plβρότειοςmortalmasc/neut gen plβρότειοςmortalmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσγελώ — άω, Α 1. χαμογελώ φιλικά σε κάποιον 2. γελώ με κάποιον 3. μτφ. ευφραίνω, τέρπω («ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek